ἀριστοκρατικῶν

ἀριστοκρατικῶν
ἀριστοκρατικός
aristocratical
fem gen pl
ἀριστοκρατικός
aristocratical
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πεισίστρατος — Όνομα ενός ιστορικού και ενός μυθολογικού προσώπου. 1. (περ. 600 π.Χ. – 528/7 π.Χ.). Τύραννος των Αθηνών. Καταγόταν από τη Βραυρώνα της Αττικής. Ευγενικής καταγωγής, εύγλωττος και φιλόδοξος, διακρίθηκε στον πόλεμο κατά των Μεγαρέων (περ. 565… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… …   Dictionary of Greek

  • γαιοκτησία — Η ιδιοκτησία, κατοχή και χρήση της γης από συγκεκριμένους, διαφορετικούς σε κάθε περίπτωση φορείς: γένος, βασιλιά, ιερατείο, κοινότητα, άτομο. Το δικαίωμα κατοχής και χρήσης της γης δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα ιδιοκτησίας της γης. Στην …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… …   Dictionary of Greek

  • γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …   Dictionary of Greek

  • εργαστίναι — Ονομασία που αποδιδόταν στις κόρες αριστοκρατικών οικογενειών της αρχαίας Αθήνας, οι οποίες ύφαιναν τον περίφημο πέπλο της Αθηνάς, ο οποίος μεταφερόταν κατά τη γιορτή των Παναθηναίων στην Ακρόπολη και τον τοποθετούσαν στον Παρθενώνα προς τιμήν… …   Dictionary of Greek

  • ινφάντης — ο, θηλ. ἰνφάντα τίτλος που απονέμεται στα δευτερότοκα παιδιά τών βασιλέων τής Ισπανίας και παλαιότερα τής Πορτογαλίας, καθώς και στα δευτερότοκα παιδιά ορισμένων αριστοκρατικών ισπανικών οικογενειών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • λαίδη — η τίτλος ευγενείας που δίνεται στην Αγγλία σε γυναίκες αριστοκρατικών τάξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. lady < μσν. αγγλ. lady, lafdi < αρχ. αγγλ. hl?fdige < αρχ. αγγλ. hlāf «ψωμί» + dīge (< θ. προϊστορ. ρ. με σημ. «ζυμώνω»), συγγενές με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”